- ξεναγῶν
- ξενᾱγῶν , ξεναγέωto be a leader of mercenariespres part act masc nom sg (attic epic doric)ξενᾱγῶν , ξεναγόςcommander of mercenary troopsmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κοντράρου, Ελένη — (Αθήνα 1943 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στο ιστορικό αρχαιολογικό τμήμα της φιλοσοφικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, αγωγή του λόγου και ορθοφωνία στο Ελληνικό Ωδείο, στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς και στη σχολή Ξεναγών.… … Dictionary of Greek